κοκ — το (λ. αγγλ.), άκλ. 1. ό,τι απομένει έπειτα από την ξερή απόσταξη των λιθανθράκων. 2. είδος γλυκίσματος: Το ζαχαροπλαστείο αυτό έχει ωραία κοκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κοκ, Πολ — (Paul Kock, 1793 – 1871). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γνωστός κυρίως με το όνομα Πολ ντε Κοκ. Ο πατέρας του ήταν Ολλανδός τραπεζίτης, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στη Γαλλική επανάσταση. Ο Κ. άρχισε να γράφει από 19 ετών και το πρώτο του κείμενο είχε τον… … Dictionary of Greek
Κοκ, Χερόνιμους — (Hieronymus Cock, 1510 – 1570). Φλαμανδός ουμανιστής, λόγιος και εκδότης. Διατηρούσε εργαστήριο χαρακτικής και εκδοτικό οίκο στην Αμβέρσα. Ο Κ. ασχολήθηκε με τη μελέτη της ευρωπαϊκής κουλτούρας της εποχής και οι εκδόσεις του κατέστησαν γνωστά τα… … Dictionary of Greek
Κοκ, Βίλεμ — (Wilem «Wim» Kok, Μπέργαμπαχτ 1938 –). Ολλανδός πολιτικός. Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1961 από τη σοσιαλιστική εργατική ένωση της Ολλανδίας, στην οποία διετέλεσε γραμματέας την περίοδο 1973 86. Το 1986 διαδέχθηκε τον Γιουπ ντεν… … Dictionary of Greek
Λε Κοκ, Άλμπερτ φον- — (Albert von Le Coq, 1860 – 1930). Γερμανός αρχαιολόγος και εθνολόγος. Επιδόθηκε σε πολλές έρευνες και δημοσίευσε τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτές σε διάφορα έργα, όπως Η εθνολογία του ανατολικού Τουρκεστάν (1916), Ο βουδισμός της Μέσης… … Dictionary of Greek
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας — (ΚΟΚ). Νομοθετική ρύθμιση που περιέχει τις κυριότερες διατάξεις για την κίνηση των οχημάτων και τους κανόνες οδήγησης και συμπεριφοράς, κυρίως των οδηγών αλλά και των πεζών, για την εύρυθμη λειτουργία των συγκοινωνιών και την αποφυγή ατυχημάτων.… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
εξανθράκωση — Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε… … Dictionary of Greek